σητάνειος

σητάνειος
και σητάνιος και σατάνιος, -ον, Α
βλ. τητάνιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σητάνειος — of this year masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σητάνειον — σητάνειος of this year masc/fem acc sg σητάνειος of this year neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σητανείους — σητάνειος of this year masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σητάνειοι — σητάνειος of this year masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σητάνιος — ον, Α βλ. σητάνειος …   Dictionary of Greek

  • σιτανίας — ὁ, Α 1. είδος δημητριακού 2. πιθ. διάφορη γραφή τού σητάνειος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + επίθημα ανίας (πρβλ. ὑφ ανίας)] …   Dictionary of Greek

  • τητάνιος — και σητάνειος και σητάνιος και δωρ. τ. σατάνιος, ον, Α 1. (για διάφορους καρπούς και κυρίως για το σιτάρι) ο φετινός, αυτής τής χρονιάς, νέας συγκομιδής (α. «ὁ χυλὸς τῶν σητανίων πυρῶν», Ιπποκρ. β. «σητάνεια κρόμμυα») 2. (για σιτάρι)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”